19 Δεκ 2011

...Από τα λαογραφικά του Ν.Πολίτη.

Παγανά και Καρκαντζέλια

image "Ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών", έγραφε ο Μιχαήλ Ψελλός, σε μικρή μελέτη του για τους Καλικαντζάρους, που οι Βυζαντινοί τους λέγανε Βαβουτσικάριους. Οι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις διάφορες δοξασίες που υπάρχουν σε πολλές περιοχές της χώρας, βρίσκουν την ευκαιρία να ανέβουν στον επάνω κόσμο τις μέρες του Δωδεκαήμερου και να αρχίσουν τις σκανταλιές τους.
"Οι καλικάντζαροι", όπως αναφέρεται στο όμορφο βιβλίο "Το Τεσσεροφύλλι" ("Κέδρος"), που περιέχει ελληνικές λαϊκές παραδόσεις διαλεγμένες από τη Ζωή Βαλάση και ζωγραφισμένες από τη Λεμονιά Αμαραντίδου, έχουν πολλά ονόματα.
"Τους λένε και Σκαλίμπια, Παγανά, Λυκοκάντζαρους, Καρκαντζέλια, Κωλοβελόνηδες, Κάηδες και με άλλα διάφορα ονόματα.
Οι καλικάντζαροι έρχονται στον κόσμο των ανθρώπων το Δωδεκάμερο και φεύγουν την παραμονή των Φώτων.
Όλο το χρόνο μένουν στα κατάβαθα της Γης και πελεκάν με τα τσεκούρια τους το δέντρο που κρατάει τη Γη. Άλλοι όμως λένε πως το πριονίζουν με τα δόντια και με τα νύχια τους. Κόβουν, κόβουν, κι όταν απομένει λίγο ακόμα άκοπο, λένε:
"Άιντε να πάμε και θα πέσει μοναχό του".
Ανεβαίνουν στα καρυδότσουφλά τους και ταξιδεύουν στον απάνω κόσμο, ακολουθώντας τους δρόμους του νερού, υπόγεια ρέματα, πηγάδια, πηγές.
Την παραμονή του Χριστού έρχονται από πολλά μέρη και περιμένουν απόξω απ' τα χωριά και, τη στιγμή που σμίγει η μέρα με τη νύχτα, μπαίνουν μέσα.
Τα καλικαντζάρια είναι κακά και πονηρά και το καθένα τους έχει κι από ένα κουσούρι. Αλλοι είναι κουτσοί, άλλοι στραβοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, τσακισμένοι και, κοντολογίς, όλα τα κουσούρια και τα σακατλίκια τα βρίσκεις πάνω τους. Τέτοια είναι και τα ρούχα τους, ελεεινά, ξεσχισμένα, φτιασμένα από χίλια δυο κουρέλια.
Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθρακάκια, φίδια κι άλλα τέτοια. Κι όταν καταπιάνονται με καμιά δουλιά, δεν μπορούν να τη βγάλουν σ' άκρη, γιατί είναι καβγατζήδες, δίγνωμοι, ο ένας λέει ναι, ο άλλος όχι. Οταν ξεκινάν να παν πουθενά, ο ένας τρέχει, ο άλλος στέκει, μαλώνουν στο δρόμο και ποτέ δε φτάνουν εκεί που πάνε, ή φτάνουν παράκαιρα.
Τη νύχτα γυρίζουν στους δρόμους και φοβίζουν τους ανθρώπους. Οποιον βρίσκουν έξω από το σπίτι του, τον πιάνουν απ' το χέρι και τον αναγκάζουν, θέλοντας και μη, να χορέψει.
Οι καλικάντζαροι δεν μπορούν να βαστάξουν τη δύναμη του αγιασμού, γι' αυτό φεύγουν την παραμονή των Φώτων, τραγουδώντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
κι έφτασ' ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Όταν γυρνάνε στα κατάβαθα της Γης, βρίσκουν το δέντρο της Γης να 'χει γίνει πάλι σαν και πρώτα, κι έτσι, ξαναρχίζουν να το πελεκάνε ως τα άλλα Χριστούγεννα!".
 
Το γνέμα (Εύβοια)
 
"Ένα κορίτσι έγνεσε μαλλί, το 'βαψε και τ' άπλωσε να στεγνώσει. Λησμόνησε, όμως, να το μαζέψει προτού νυχτώσει, και, την άλλη μέρα που ξημέρωνε Χριστούγεννα, το γνέμα της δεν ήταν πουθενά. Κάθισε κι έκλαιγε, γιατί ήτανε πολύ φτωχούλα και δεν είχε άλλο μαλλί. Μια γειτόνισσα τότε της λέει:
- Ήρθανε ψες οι καλικάντζαροι. Αυτοί θα το πήραν.
- Τι να κάνω;
- Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις. Τη νύχτα, να κοντεύει η αυγή όμως, θα ξεντυθείς τα ρούχα σου, θα ρίξεις πάνω σου μια προβιά και θα βγεις να βρεις τους καλικάντζαρους.
- Έτσι, με την προβιά;
- Έτσι, με την προβιά. Για να σε νομίσουν ξωτικό. Ενώ, άμα σε δουν με ρούχα ανθρωπινά, θα σε βασανίσουν και θα σου πάρουν τη μιλιά.
- Καλά, λέει το κορίτσι. Και τι θα τους πω;
- Θα σε τραβήξουν στο χορό και συ, χορεύοντας, θα τους ρωτάς πού 'χουν κρυμμένο το γνέμα σου. Κι αυτοί, χορεύοντας, θ' αποκρίνονται. Ένα γύρο, δυο γύρους, θα ξημερώσει, θα γλιτώσεις.
- Έτσι θα κάνω, είπε το κορίτσι.
- Να προσέξεις μόνο, να 'ναι κοντά η αυγή, αλλιώς, απ' το χορό θα σκάσεις!
Η φτωχούλα, όμως, από τη βιάση της βγήκε, ενώ ακόμα δεν είχαν περάσει ούτε τα μεσάνυχτα! Οι καλικάντζαροι την είδαν και την τράβηξαν στο χορό. Κι η κοπέλα, καθώς χόρευε, τραγουδούσε κι έλεγε:
- Το γνέμα, το γνέμα, τι το κάνατε;
Και οι καλικάντζαροι απαντούσαν, τραγουδώντας:
- Στης κυδωνιάς τη ρίζα, εκεί το χώσαμε.
Σαν έμαθε πού είχαν κρυμμένο το γνέμα της, η κοπέλα ήθελε να φύγει. Αλλά πού να την αφήσουν!..
- Χόρευε, νύφη, χόρευε! στρίγκλιζαν και την τραβολογούσαν.
Τότε κι εκείνη δεν τα 'χασε. Και τους λέει:
- Ετσι χορεύει η νύφη;
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη; λεν εκείνοι.
- Θέλει φουστάνι κεντητό με δαντέλα στο λαιμό.
Αμέσως οι καλικάντζαροι γίνανε άφαντοι. Αλλά, προτού προφτάσει να τους φύγει, νάτοι και ξανάρχονται μ' ένα ωραίο φουστάνι και της λεν:
- Ελα νύφη, να χορέψουμε!
- Ετσι χορεύει η νύφη; λέει πάλι αυτή.
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη;
- Θέλει ζώνη χρυσή και μαλαματοκαπνιστή.
Τρέχουν πάλι να της φέρουν τη ζώνη.
Και, για να μην πολυλογούμε, έτσι τους έστειλε πολλές φορές, ζητώντας ό,τι έβαζε ο νους της, κι αυτοί πηγαίναν και της το φέρναν.
Στο τέλος, τους ζήτησε γάντια κεντητά. Οι καλικάντζαροι άργησαν να γυρίσουν, γιατί δεν ήταν εύκολο να βρουν γάντια, κι, όταν τα βρήκαν, κόντευε να φέξει. Πάνω που τα 'φερναν, λάλησε ο κόκορας.
Φεύγετε να φεύγουμε
χαθείτε να χαθούμε
με τ' άστρο της ανατολής
να μη συναντηθούμε!
Βάλανε τις στριγκλιές οι καλικάντζαροι, κι έτρεξαν να κρυφτούν μην τους προλάβει το φως του ήλιου.
Κι η φτωχούλα γλίτωσε και γύρισε στο σπιτάκι της με όλα τα χαρίσματα, κι ύστερα έσκαψε στη ρίζα της κυδωνιάς και βρήκε και το γνέμα της".
Τα σκαλίμπια του μύλου (Εύβοια)
"Μια φορά, παραμονή των Χριστουγέννων, μια φτωχούλα νυχτώθηκε στο μύλο. Είχε πάει ν' αλέσει το σταράκι της, πέρασε η ώρα και την απαντήσανε σκαλίμπια.
- Συφορά μου! Τώρα ήρθε η ώρα μου! λέει. Αφήστε με, κι εγώ θα σας δώσω το αλεύρι μου.
- Να σ' αφήσουμε δε σ' αφήνουμε, της λένε. Αφού είσαι άνθρωπος, θα σε παιδέψουμε. Θα σου βάλουμε ένα ερώτημα. Αμα το ξέρεις, καλά. Αμα δεν το ξέρεις όμως, θα σε πάρουμε μαζί μας.
- Πέστε το, λέει αυτή. Τι έχω να χάσω; Ετσι κι έτσι, χαμένη είμαι.
- Ένας λόγος, τι λόγος είναι;
- Ένας είναι ο Θεός.
- Δυο λόγια, τι λόγια είναι;
- Δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τρία λόγια, τι λόγια είναι;
- Τρία πόδια η δροστιά (1), δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τέσσερα λόγια, τι λόγια είναι;
- Τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Πέντε λόγια, τι λόγια είναι;
- Πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Εξι λόγια, τι λόγια είναι;
- Εξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
Εφτά λόγια, τι λόγια είναι;
Εφταπάρθενος χορός (2), έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Οχτώ λόγια, τι λόγια είναι;
- Οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Εννιά λόγια, τι λόγια είναι;
- Εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δέκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Έντεκα λόγια, τι λόγια είναι;
Εντεκα μήνους το μουλάρι, δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δώδεκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δώδεκα μήνους έχει ο χρόνος και δεκατρείς δεν έχει!
Όταν τ' άκουσαν όλ' αυτά, τα σκαλίμπια απ' το κακό τους σκάσανε κι η κοπέλα γύρισε στο σπίτι της".
1. Πυροστιά, σιδερένιο στήριγμα για τον τέντζερη στο τζάκι.
2. Εφταπάρθενος χορός λέγεται ο αστερισμός "Μεγάλη Αρκτος".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου