30 Ιουν 2011

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ......

 

 Η γλώσσα των μαθητών (B. Bernstein)



Είναι γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δεν κατανοεί όλα όσα γίνονται μέσα στην τάξη. Αναζητώντας τα αίτια αυτής της διαπίστωσης θα λέγαμε ότι ο κυριότερος λόγος είναι το σύστημα επικοινωνίας που επικρατεί στο σχολείο. Κατά τον Bernstein (1983) υπάρχουν δύο μορφές γλωσσικής επικοινωνίας. Ο περιορισμένος γλωσσικός κώδικας και ο επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας. Ο επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας είναι αναλυτικός και επεξηγηματικός. Το μήνυμα είναι εξειδικευμένο στην ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή θέματος ή προσώπου. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο λόγος να γίνεται ακριβής και σύνθετος, αφού χρησιμοποιούνται πολύπλοκες προτάσεις που εμπεριέχουν ποικιλία προσδιορισμών όπως επίθετα, επιρρήματα, αλλά και προσδιοριστικές φράσεις.
Ο περιορισμένος γλωσσικός κώδικας, που διαφέρει από τον επεξεργασμένο τόσο στη συντακτική δομή όσο και στη λειτουργία, δηλώνει ότι τα άτομα που τον χρησιμοποιούν δεν έχουν τη δυνατότητα της άνετης κίνησης σε κάποιο άλλο πλαίσιο επικοινωνίας με πιο επεξεργασμένες μορφές έκφρασης το οποίο είναι κατάλληλο για να αντιμετωπιστούν σύνθετες καταστάσεις στο χώρο της μάθησης.
Είναι προφανές ότι αν ο δάσκαλος ή τα σχολικά εγχειρίδια χρησιμοποιούν τον επεξεργασμένο κώδικα επικοινωνίας, ενώ οι μαθητές λειτουργούν με τον περιορισμένο κώδικα, τότε υπάρχει θέμα κατανόησης για το μαθητή. Ο επεξεργασμένος κώδικας επικοινωνίας είναι τελείως ασύμβατος τόσο με τον κώδικα επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι μαθητές μεταξύ τους, όσο και με εκείνον που χρησιμοποιεί το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Τα παιδιά στα πρώτα χρόνια της φοίτησής τους στο σχολείο έχουν συνήθως την ικανότητα να χρησιμοποιούν ένα περιορισμένο γλωσσικό κώδικα που είναι επαρκής για την επικοινωνία στο οικογενειακό και στο στενό κοινωνικό περιβάλλον. Όσο όμως προχωρούν στο σχολείο, ο κώδικας αυτός είναι ανεπαρκής και ακατάλληλος για την επικοινωνία με πολύπλοκες έννοιες, γι’ αυτό η επίδοσή τους είναι γενικώς χαμηλή. Το γεγονός ότι τα παιδιά αναγκάζονται να χρησιμοποιούν στο σχολείο άλλο γλωσσικό κώδικα που ισοδυναμεί με άλλη «γλώσσα», είναι πιθανό να τους δημιουργεί προβλήματα ψυχολογικής υφής. Κατά τον Bernstein η ομιλία του παιδιού τόσο στο επίπεδο του λεξιλογίου όσο και στο επίπεδο της συντακτικής δομής παίρνει μορφή που επηρεάζεται από το πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί. Αυτός υποστηρίζει ότι η γλώσσα δομεί καί ρυθμίζει όχι μόνο το τι μαθαίνει το παιδί αλλά και το πώς το μαθαίνει. Η γλώσσα θέτει τα όρια μέσα στα οποία θα πραγματοποιείται η περαιτέρω μάθηση.
Στις λέξεις και στις έννοιες δίνουμε νόημα όταν τις εντοπίζουμε μέσα στο γνωστό μας κόσμο. Είναι δύσκολο και ίσως αδύνατο για ένα παιδί να αναπτύξει μια έννοια που δεν την συναντάει στο πολιτισμικό ή το κοινωνικό του περιβάλλον (Herbert, 1993).
Από κοινωνιολογική άποψη η γλώσσα παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανέλιξη των ατόμων, η ποιότητα της γλωσσικής επάρκειας καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τους ρόλους και τα επαγγέλματα που μπορούν να κατακτήσουν.
Από την παιδαγωγική σκοπιά παιδιά που μεγαλώνουν σε υποβαθμισμένο κοινωνικό και κατ’ επέκταση γλωσσικό περιβάλλον που δεν προσφέρει ευκαιρίες για γλωσσική αλληλεπίδραση με μορφωμένα άτομα, δε βελτιώνουν εύκολα τη γλωσσική τους συμπεριφορά (Kulkani, 1988). Σπάνια τα παιδιά αυτά έχουν την ευκαιρία να εκτεθούν σε μια λογική συζήτηση και ακόμα σπανιότερα να συμμετέχουν σε πολυπαραμετρικές συζητήσεις επιστημονικού χαρακτήρα.
Είναι φανερό ότι κάθε προσπάθεια για εξάπλωση της εκπαίδευσης με σκοπό τον επιστημονικό και τεχνολογικό αλφαβητισμό πρέπει να λάβει υπόψη της όλες τις δυσκολίες που συναντούν οι μαθητές στην εκμάθηση των εννοιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου